Greek Meaning of verging

συνομόρος

Other Greek words related to συνομόρος

Definitions and Meaning of verging in English

Webster

verging (p. pr. & vb. n.)

of Verge

FAQs About the word verging

συνομόρος

of Verge

παρακείμενος,γειτονικός,συνοριακός,γειτονικός,όμορος,Επισυναπτόμενος,κοντά,Κοντινότερο,συνορεύων,Συνεχής

Ξεχωριστά,μακριά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός

vergil => Βιργίλιος, vergette => Ριγέ, verger => Οπωρώνας, vergency => σύγκλιση, verged => στο χείλος,