Greek Meaning of resolved

Επιλεγμένο

Other Greek words related to Επιλεγμένο

Definitions and Meaning of resolved in English

Wordnet

resolved (s)

determined

Wordnet

resolved (a)

explained or answered

Webster

resolved (imp. & p. p.)

of Resolve

Webster

resolved (p. p. & a.)

Having a fixed purpose; determined; resolute; -- usually placed after its noun; as, a man resolved to be rich.

FAQs About the word resolved

Επιλεγμένο

determined, explained or answeredof Resolve, Having a fixed purpose; determined; resolute; -- usually placed after its noun; as, a man resolved to be rich.

αποφασισμένος,πρόθεση,αποφασισμένος,αμετάπειστος,δεμένος,σίγουρος,αποφασιστικός,ο θάνατος ή η δόξα,στερεός,έξω

διστακτικός,ακαθόριστος,ανεπίλυτο,δυσπιστος,αμφίβολος,αμφίβολος,διστακτικός,αναποφάσιστος,αναποφάσιστος,απρόθυμος

resolve => αποφασίζω, resolvableness => Επιλυσιμότητα, resolvable => Αναλύσιμος, resolvability => Επίλυσιμότητα, resolutory => διαλυτικός,