Greek Meaning of indisposed
αδιάθετος
Other Greek words related to αδιάθετος
- διστακτικός
- απρόθυμος
- προσεκτικός
- δειλός
- απρόθυμος
- αμφίβολος
- αποκρουστικός
- συγκρατημένος
- σκεπτικός
- αβέβαιος
- αβέβαιος
- απρόθυμος
- αμφίθυμος
- αποστροφή
- συγκρουόμενος
- αμφίβολος
- διστακτικός
- ανακοπή
- αναποφάσιστος
- άρρωστος
- αναποφάσιστος
- ερώτηση
- ντροπαλός
- αναποφάσιστος
- απρόθυμος
- αδιάφορος
- Διστακτικός
- Τρεμάμενος
- τρεμάμενος
Nearest Words of indisposed
- indispose => αδιαθετώ
- indispersed => διασκορπισμένη
- indispensably => απαραίτητα
- indispensableness => απαραίτητο
- indispensable => αναντικατάστατος
- indispensability => αναγκαιότητα
- indisdolubility => αδιαλυτότητα
- indiscussed => αδιαμφισβήτητος
- indiscriminative => Αδιάκριτος
- indiscrimination => Μη διάκριση
Definitions and Meaning of indisposed in English
indisposed (s)
somewhat ill or prone to illness
(usually followed by `to') strongly opposed
indisposed (imp. & p. p.)
of Indispose
FAQs About the word indisposed
αδιάθετος
somewhat ill or prone to illness, (usually followed by `to') strongly opposedof Indispose
διστακτικός,απρόθυμος,προσεκτικός,δειλός,απρόθυμος,αμφίβολος,αποκρουστικός,,συγκρατημένος,σκεπτικός
διατεθειμένος,πρόθυμος,ενθουσιώδης,χαρούμενος,χαρούμενος,επικλινής,απότομος,Έτοιμος,πρόθυμος,βέβαιος
indispose => αδιαθετώ, indispersed => διασκορπισμένη, indispensably => απαραίτητα, indispensableness => απαραίτητο, indispensable => αναντικατάστατος,