Greek Meaning of halting

ανακοπή

Other Greek words related to ανακοπή

Definitions and Meaning of halting in English

Wordnet

halting (s)

disabled in the feet or legs

fragmentary or halting from emotional strain

Webster

halting (p. pr. & vb. n.)

of Hail

of Halt

FAQs About the word halting

ανακοπή

disabled in the feet or legs, fragmentary or halting from emotional strainof Hail, of Halt

αμφίθυμος,συγκρουόμενος,διστακτικός,αναποφάσιστος,άρρωστος,αναποφάσιστος,ερώτηση,αβέβαιος,αβέβαιος,διστακτικός

βέβαιος,σίγουρος,αποφάσισε,αποφασιστικός,αποφασισμένος,θετικός,αποφασισμένος,αναντίρρητος,σίγουρος,πεπεισμένος

halter-sack => σακίδιο πλάτης, haltering => τρεμάμενος, halteres => αλτήρες, haltered => χαλιναγωγημένος, haltere => Αλτήρας,