FAQs About the word halted

διακοπεί

of Halt

συλληφθείς,τελείωσε,σβησμένος,σταμάτησε,υποχωρούσα

σε εξέλιξη,λειτουργική,διαδικασία,πεζός,λειτουργικός,τι συμβαίνει,λειτουργική,Επιπλέων,ζωντανός,πηγαίνω

halt => σταματώ, halser => βρόχος, halsed => κρεμασμένος, halse => λαιμός, hals => Λαιμός,