Greek Meaning of halted
διακοπεί
Other Greek words related to διακοπεί
Nearest Words of halted
Definitions and Meaning of halted in English
halted (imp. & p. p.)
of Halt
FAQs About the word halted
διακοπεί
of Halt
συλληφθείς,τελείωσε,σβησμένος,σταμάτησε,υποχωρούσα
σε εξέλιξη,λειτουργική,διαδικασία,πεζός,λειτουργικός,τι συμβαίνει,λειτουργική,Επιπλέων,ζωντανός,πηγαίνω
halt => σταματώ, halser => βρόχος, halsed => κρεμασμένος, halse => λαιμός, hals => Λαιμός,