Greek Meaning of ongoing
σε εξέλιξη
Other Greek words related to σε εξέλιξη
Nearest Words of ongoing
Definitions and Meaning of ongoing in English
ongoing (s)
currently happening
ongoing (n.)
The act of going forward; progress; (pl.) affairs; business; current events.
FAQs About the word ongoing
σε εξέλιξη
currently happeningThe act of going forward; progress; (pl.) affairs; business; current events.
συνεχόμενος,λειτουργική,διαδικασία,πεζός,λειτουργικός,πηγαίνω,τι συμβαίνει,λειτουργική,προελαύνοντας,Επιπλέων
συλληφθείς,τελείωσε,διακοπεί,σβησμένος,σταμάτησε,υποχωρούσα,παλινδρόμηση,οπισθοδρομικός
one-year-old => ενός έτους, one-year => ετήσιος, one-woman => μονομελής, one-winged => Μονομερής, one-way street => μονόδρομος,