Greek Meaning of continuing
συνεχόμενος
Other Greek words related to συνεχόμενος
- συνεχής
- συνέχεια
- συνεχής
- αδιάκοπος
- σταθερά
- αδιάκοπος
- ασταμάτητος
- αιώνιος
- τρέξιμο
- άφθαρτος
- αδιάκοπος
- αδιάκοπος
- unremitting **ακατάπαυστος
- αμετάβλητος
- Αθάνατος
- ανθεκτικός
- ατελείωτος
- ανθεκτικός
- αιώνιος
- αιώνιος
- αθάνατος
- ατελείωτος
- διαρκής
- μόνιμο
- επίμονος
- σταθερός
- σταθερός
- αμετάβλητος
- αθάνατος
- ατέλειωτος
- αμετάβλητος
Nearest Words of continuing
- continuing education => Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση
- continuing trespass => συνεχιζόμενη παράβαση
- continuity => Συνέχεια
- continuity army council => Συμβούλιο συνέχειας του Στρατού
- continuity irish republican army => συνέχεια του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού
- continuo => Συνεχής
- continuous => συνεχής
- continuous creation theory => Θεωρία συνεχούς δημιουργίας
- continuous receiver watch => Συνεχής παρακολούθηση δέκτη
- continuous tense => Συνεχόμενος χρόνος
Definitions and Meaning of continuing in English
continuing (s)
remaining in force or being carried on without letup
of long duration
FAQs About the word continuing
συνεχόμενος
remaining in force or being carried on without letup, of long duration
συνεχής,συνέχεια,συνεχής,αδιάκοπος,σταθερά,αδιάκοπος,ασταμάτητος,αιώνιος,τρέξιμο,άφθαρτος
εναλλασσόμενος,διακοπτόμενος,διαλείπουσα,περιοδικός,περιοδικό,επαναλαμβανόμενο,εποχιακός,κυκλικός,κυκλικός,Μη συνεχής
continued fraction => Συνεχές κλάσμα, continued => συνέχεια, continue => συνεχίζω, continuative => συνεχής, continuation => συνέχεια,