Greek Meaning of undying

αθάνατος

Other Greek words related to αθάνατος

Definitions and Meaning of undying in English

Wordnet

undying (s)

never dying

Webster

undying (a.)

Not dying; imperishable; unending; immortal; as, the undying souls of men.

FAQs About the word undying

αθάνατος

never dyingNot dying; imperishable; unending; immortal; as, the undying souls of men.

συνεχόμενος,ανθεκτικός,αιώνιος,αθάνατος,διαρκής,σε εξέλιξη,αιώνιος,μόνιμος,Αθάνατος,σταθερά

ξεπερασμένος,αρχαϊκός,παρωχημένος,ξεπερασμένος,ξεπερασμένος.,φθαρμένος,χρονολογημένος,ξεπερασμένο,πάσο

undyed => άβαφος, undwelt => ακατοίκητος, undwellable => ακατοίκητο, undutifulness => Ασέβεια, undutiful => ανυπάκουος,