Greek Meaning of undyed
άβαφος
Other Greek words related to άβαφος
Nearest Words of undyed
Definitions and Meaning of undyed in English
undyed (s)
not artificially colored or bleached
FAQs About the word undyed
άβαφος
not artificially colored or bleached
λευκό,χλωριωμένο,σαφής,Άχρωμο,ξεθωριασμένος,γκρι,γκρί,υγρό,διαφανής,άχρωμος
έγχρωμος,βαμμένο,με χρώμα,βαμμένο,χρωματισμένος,Λεκιασμένος,χρωματισμένος,χρωματισμένος,πολύχρωμο,Χρωματισμένος
undwelt => ακατοίκητος, undwellable => ακατοίκητο, undutifulness => Ασέβεια, undutiful => ανυπάκουος, undust => Ξεσκονίζω,