Greek Meaning of colorless
Άχρωμο
Other Greek words related to Άχρωμο
Nearest Words of colorless
- colorize => Χρωματίζω
- colorist => χρωματιστής
- colorise => Χρωματίζω
- coloring material => Υλικό χρωματισμού
- coloring book => Βιβλίο ζωγραφικής
- coloring => Χρωματισμός
- colorimetry => Χρωματομετρία
- colorimetrical => χρωματομετρικό
- colorimetric analysis => Χρωματογραφική ανάλυση
- colorimetric => χρωματομετρικός
Definitions and Meaning of colorless in English
colorless (a)
lacking in variety and interest
weak in color; not colorful
FAQs About the word colorless
Άχρωμο
lacking in variety and interest, weak in color; not colorful
ξεθωριασμένος,διαφανής,λευκό,χλωριωμένο,σαφής,γκρι,γκρί,διαυγής,υγρό,ουδέτερος
έγχρωμος,βαμμένο,με χρώμα,βαμμένο,χρωματισμένος,Λεκιασμένος,χρωματισμένος,χρωματισμένος,πολύχρωμο,Χρωματισμένος
colorize => Χρωματίζω, colorist => χρωματιστής, colorise => Χρωματίζω, coloring material => Υλικό χρωματισμού, coloring book => Βιβλίο ζωγραφικής,