Greek Meaning of stained

Λεκιασμένος

Other Greek words related to Λεκιασμένος

Definitions and Meaning of stained in English

Wordnet

stained (a)

marked or dyed or discolored with foreign matter

Wordnet

stained (s)

having a coating of stain or varnish

FAQs About the word stained

Λεκιασμένος

marked or dyed or discolored with foreign matter, having a coating of stain or varnish

μαυρισμένος,σκονισμένος,Βρόμικος,λασπωμένος,λερωμένο,αγκαθωτός,Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,λερωμένος,Μολυσμένος

Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,σαφής,άμωμος,διαυγής,καθαρός,Αστραφτερός.,άψογος,ανοξείδωτο

stainable => βάψιμο, stainability => βιωσιμότητα, stain => κηλίδα, staidness => σεμνότητα, staidly => σοβαρά,