Greek Meaning of rumpled

τσαλακωμένος

Other Greek words related to τσαλακωμένος

Definitions and Meaning of rumpled in English

Wordnet

rumpled (s)

in disarray; extremely disorderly

Webster

rumpled (imp. & p. p.)

of Rumple

Webster

rumpled (a.)

Wrinkled; crumpled.

FAQs About the word rumpled

τσαλακωμένος

in disarray; extremely disorderlyof Rumple, Wrinkled; crumpled.

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,αχτένιστος,ατημέλητος,Βρόμικος,μπλεγμένος,σκορπισμένα,ακατάστατος,τριχωτός

αντισηπτικό,Καθαρός,καθαρισμένος,Καθαρά,Κροκαλένια,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,καθαρός,παραγγελθέντα

rumple => Τσακίζω, rumper => Ρομπερ, rumpelstiltskin => Ραμπελστίλτσκιν, rump steak => entrecote, rump roast => ψητό κρέας,