Greek Meaning of rumpling
τσαλάκωμα
Other Greek words related to τσαλάκωμα
Nearest Words of rumpling
Definitions and Meaning of rumpling in English
rumpling (p. pr. & vb. n.)
of Rumple
FAQs About the word rumpling
τσαλάκωμα
of Rumple
τσαλακώνω,δίπλωμα,ζάρωμα,τσάκισμα,δίπλωμα,Τσαλάκωμα,κυματοειδές,πτύχωση,τραγανό,ρυτίδες
βραδιά,επίπεδωση,σιδέρωμα,Σιδέρωμα,επείγον,λείανση,ίσιωμα,Λείανση,συνωστισμός,ξεδιπλώνοντας
rumpless => Δίχως ουρά, rumpled => τσαλακωμένος, rumple => Τσακίζω, rumper => Ρομπερ, rumpelstiltskin => Ραμπελστίλτσκιν,