FAQs About the word smoothening

Λείανση

to make smooth, to become smooth

λείανση,βραδιά,επίπεδωση,ισοπέδωση,ξύρισμα,Κοπή,αποκόμματα,χτένισμα,καλλιέργεια,τοποθέτηση

κάμψη,τραχύτητα,τραχύτητα,τσάκισμα,χοντράνοντας,σπηλαιώσεις,τσαλάκωμα,βαθούλωμα,Kάμψη

smoothed (out or over) => λείανση (έξω ή πάνω), smoothbores => Λειόκαννα όπλα, smooth (out or over) => λείος (έξω ή πάνω), smooched => φίλησε, smolders => καίω,