Greek Meaning of denting

βαθούλωμα

Other Greek words related to βαθούλωμα

Definitions and Meaning of denting in English

Webster

denting (p. pr. & vb. n.)

of Dent

FAQs About the word denting

βαθούλωμα

of Dent

φθίνων,μειώνοντας,μειούμενου,συμπιέζοντας,Κοπή,εξαντλητικό,φθίνων,μείωση προσωπικού,πτώση,φθίνουσα

ενίσχυση,αυξανόμενος,ενίσχυση,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,φουσκώνω,ανατροφή,Οίδημα

dentine => οδοντίνη, dentin => οδοντίνη, dentiloquy => εγγαστριμυθία, dentiloquist => Εγγαστριμυθία, dentilingual => Οδοντογλωσσικό,