Greek Meaning of denting
βαθούλωμα
Other Greek words related to βαθούλωμα
- φθίνων
- μειώνοντας
- μειούμενου
- συμπιέζοντας
- Κοπή
- εξαντλητικό
- φθίνων
- μείωση προσωπικού
- πτώση
- φθίνουσα
- χαλάρωση
- μείωση
- χαμήλωμα
- κόψιμο
- Ελαχιστοποίηση
- σύντμηση
- συντομεύοντας
- αποκόμματα
- συμπύκνωση
- στενεύον
- σύναψη σύμβασης
- προσάραξη
- μετριαστικός
- Τροποποίηση
- τροποποιητικός
- εγκοπή
- Ξύσιμο
- Κλάδεμα
- προκριματική
- Απόλυση
- συντόμευση
- συρρίκνωση
- Κοπή
- Κολοβώ
- Ξυλογλυπτική
- καλλιέργεια
- περικοπή
- κόψιμο
- Μείωση
- εκτόνωσης
- αποπληθωριστικός
- Μίκρυνση
- χτυπάω κάτω
Nearest Words of denting
Definitions and Meaning of denting in English
denting (p. pr. & vb. n.)
of Dent
FAQs About the word denting
βαθούλωμα
of Dent
φθίνων,μειώνοντας,μειούμενου,συμπιέζοντας,Κοπή,εξαντλητικό,φθίνων,μείωση προσωπικού,πτώση,φθίνουσα
ενίσχυση,αυξανόμενος,ενίσχυση,διευρύνων,επεκτεινόμενος,εκτίνω,αυξανόμενο,φουσκώνω,ανατροφή,Οίδημα
dentine => οδοντίνη, dentin => οδοντίνη, dentiloquy => εγγαστριμυθία, dentiloquist => Εγγαστριμυθία, dentilingual => Οδοντογλωσσικό,