Greek Meaning of dilating
διαστολικός
Other Greek words related to διαστολικός
Nearest Words of dilating
Definitions and Meaning of dilating in English
dilating (p. pr. & vb. n.)
of Dilate
FAQs About the word dilating
διαστολικός
of Dilate
αεροστατική,διασταλμένος,εξέχων,πρησμένος,διογκωμένος,κοιλιακός,μπαλόνι,φυσήθηκε,ανατιναγμένος,εξογκωμένος
κατέρρευσε,ξεφούσκωτος,αποσυμφορητικό
dilater => διαστολέας, dilatedly => διασταλμένα, dilated => διασταλμένος, dilate => διαστέλλομαι, dilatator => διαστολέας,