FAQs About the word dilating

διαστολικός

of Dilate

αεροστατική,διασταλμένος,εξέχων,πρησμένος,διογκωμένος,κοιλιακός,μπαλόνι,φυσήθηκε,ανατιναγμένος,εξογκωμένος

κατέρρευσε,ξεφούσκωτος,αποσυμφορητικό

dilater => διαστολέας, dilatedly => διασταλμένα, dilated => διασταλμένος, dilate => διαστέλλομαι, dilatator => διαστολέας,