Greek Meaning of dilatorily
διστακτικά
Other Greek words related to διστακτικά
Nearest Words of dilatorily
Definitions and Meaning of dilatorily in English
dilatorily (adv.)
With delay; tardily.
FAQs About the word dilatorily
διστακτικά
With delay; tardily.
έπειτα,τελικά,αργότερα,αργά,αργά,αργά,επακόλουθα,μετά,παραβατικά,αργός
εκ των προτέρων,νωρίς,αμέσως,πρόωρα,αμέσως,ακατάλληλα,πρόωρα,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα
dilator => διαστολέας, dilatometer => Διαστολόμετρο, dilative => διασταλτικός, dilation and curettage => διαστολή και απόξεση, dilation => διαστολή,