FAQs About the word dilatorily

διστακτικά

With delay; tardily.

έπειτα,τελικά,αργότερα,αργά,αργά,αργά,επακόλουθα,μετά,παραβατικά,αργός

εκ των προτέρων,νωρίς,αμέσως,πρόωρα,αμέσως,ακατάλληλα,πρόωρα,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα

dilator => διαστολέας, dilatometer => Διαστολόμετρο, dilative => διασταλτικός, dilation and curettage => διαστολή και απόξεση, dilation => διαστολή,