Greek Meaning of dilate
διαστέλλομαι
Other Greek words related to διαστέλλομαι
- επιταχύνω
- αυξάνω
- διαστείλω
- διευρύνω
- επεκτείνω
- επεκτείνω
- αύξηση
- φουσκώνω
- πολλαπλασιάζω
- οίδημα
- προσθέτω (σε)
- μεγαλοποιώ
- ενισχύω
- Έκρηξη
- άνθηση
- ενισχύω
- χτίζω
- σύνθετο
- Αναπτύσσω
- βγάζω έξω
- επιμηκύνω
- βελτιώνω
- Αναβάθμιση
- αυξάνω
- Εντατικοποιώ
- πήδα
- επιμηκύνω
- μεγενθύνω
- παρατείνω
- παρατείνειν
- ανυψώνω
- πύραυλος
- αιχμή
- αναζωπυρώ
- Τέντωμα
- συμπλήρωμα
- πάνω
- ανεβαίνω
- Αναπτύσσω
- φουσκώνω
- αυξάνω
- μεγάλο
- συμπλήρωμα
- Υπερβολική διαφήμιση
- Μεγιστοποιώ
- ενισχύω
- ενισχύω
- ενισχύω
- Βόειο κρέας (περισσότερο)
- τριχτροποίο (πάνω)
Nearest Words of dilate
Definitions and Meaning of dilate in English
dilate (v)
become wider
add details, as to an account or idea; clarify the meaning of and discourse in a learned way, usually in writing
dilate (v. t.)
To expand; to distend; to enlarge or extend in all directions; to swell; -- opposed to contract; as, the air dilates the lungs; air is dilated by increase of heat.
To enlarge upon; to relate at large; to tell copiously or diffusely.
dilate (v. i.)
To grow wide; to expand; to swell or extend in all directions.
To speak largely and copiously; to dwell in narration; to enlarge; -- with on or upon.
dilate (a.)
Extensive; expanded.
FAQs About the word dilate
διαστέλλομαι
become wider, add details, as to an account or idea; clarify the meaning of and discourse in a learned way, usually in writingTo expand; to distend; to enlarge
επιταχύνω,αυξάνω,διαστείλω,διευρύνω,επεκτείνω,επεκτείνω,αύξηση,φουσκώνω,πολλαπλασιάζω,οίδημα
συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,πυκνώνω,συσφίγγω,Σύμβαση,περικόπτω,βραχύνω,Μείωση,μειώνω
dilatator => διαστολέας, dilatation and curettage => διαστολή και απόξεση, dilatation => διαστολή, dilatable => Ελαστικός, dilatability => Διατασιμότητα,