Greek Meaning of prolong

παρατείνω

Other Greek words related to παρατείνω

Definitions and Meaning of prolong in English

Wordnet

prolong (v)

lengthen in time; cause to be or last longer

lengthen or extend in duration or space

FAQs About the word prolong

παρατείνω

lengthen in time; cause to be or last longer, lengthen or extend in duration or space

επεκτείνω,αύξηση,επιμηκύνω,έλξη,βγάζω έξω,επιμηκύνω,παρατείνειν,Τέντωμα,ενισχύω,εξασθενώ

περικόπτω,κόβω,μείωση,Μείωση,μειώνω,λιγώτερο,μειώνω,βραχύνω,συντομογραφία,Συντομεύω

prologuize => Προλεγόμενα, prologue => Πρόλογος, prologize => ζητώ συγγνώμη, prologise => ζητώ συγγνώμη, prolog => Πρόλογος,