Greek Meaning of outstretch
εκτείνω
Other Greek words related to εκτείνω
Nearest Words of outstretch
Definitions and Meaning of outstretch in English
outstretch (v. t.)
To stretch out.
FAQs About the word outstretch
εκτείνω
To stretch out.
επεκτείνω,επεκτείνω,ανοιχτό,ανεμιστήρας (εξωτερικός),φλόγα (έξω),απλωμένος,(εξαπλώνω),τεντώνω (εαυτόν),ξεδιπλώνω,ξεδιπλώνω
κοντά,Σύμβαση,μειώνω,συμπαγής,διπλώνω,συμπιέζω,πυκνώνω
outstreet => δρόμος, outstorm => outstorm, outstep => έξοδος, outstay => Έμεινα πολύ ώρα, outstation => απομακρυσμένος σταθμός,