Greek Meaning of outstripped

ξεπέρασε

Other Greek words related to ξεπέρασε

Definitions and Meaning of outstripped in English

Webster

outstripped (imp. & p. p.)

of Outstrip

FAQs About the word outstripped

ξεπέρασε

of Outstrip

εκλειπτικός,ξεπερασμένος,κορυφαίο,ξεπερασμένος,ρυθμός,βελτιωμένος,διέπρεψε,Κατέκτησε,Μη ικανοποιητικός,ξεπερνώ

έχασε (από)

outstrip => Ξεπερνάω, outstrike => εξωσφήνωση, outstride => βήμα, outstretched => απλωμένο, outstretch => εκτείνω,