Greek Meaning of mastered
Κατέκτησε
Other Greek words related to Κατέκτησε
- ρυθμός
- ηττημένος
- Αποστολή
- πήρα
- υπερνικώ
- σταμάτησε
- υπερβάλαμε
- πήρε
- κατακτημένος
- νίκησε
- θαμένος
- διέπρεψε
- τελειωμένος
- Υπερφορτωμένος
- ήρεμος
- κομμένος
- ανάποδα
- χτενισμένο νήμα
- γύρισε
- επικρατεί
- Παρασυρμένος
- επικράτησε (πάνω από)
- επέτυχε
- ξεπερασμένος
- θριαμβεύω (επί)
- έχασε (απέναντι)
- εξαντλημένος
- βελτιωμένος
- Χρεοκοπημενος
- οριοθετημένο
- θρυμματισμένος
- γρονθοκόπησε
- εκλειπτικός
- ξεπερασμένος
- επίπεδο
- άνθισε
- ξεπερνώ
- ξεπέρασε
- Υπερδύναμος
- ανέτρεψε
- ξεπερνώντας
- δρομολογημένο
- σκόραρε
- γδαρμένος
- σφαγμένος
- Καπνιστό
- υποδουλωμένος
- σάρωσε
- ξυλοκοπημένος
- κορυφαίο
- υπερέβη
- διέλυσε
- αναστατωμένος
- νικημένος
- χτύπησε
- κέρωμα
- χτυπημένος
- Πέτυχε (έξω)
- φύσηξε μακριά
- φυσώ έξω
- ξυλοκοπημένος
- κρεμώδης
- έπεσε κάτω
- ξεπερασμένος (έξω)
- Έκπληκτος
- Καταρρίφθηκε
- χτύπησε
- Νίκησε οριακά
- ξεπέρασε
- επισκίασε
- επισκίασε
- βαρετό
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- Μεθυσμένος
- θαμμένος στο χιόνι
- απορριφθείς
Nearest Words of mastered
- masterdom => κυριαρχία
- master-at-arms => Διοικητής όπλων
- master sergeant => ανθυπασπιστής
- master race => ανώτερη φυλή
- master plan => γενικό σχέδιο
- master of theology => Μάστερ Θεολογίας
- master of science in engineering => Mάστερ Επιστημών Μηχανικού
- master of science => Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (ΜΔΕ)
- master of literature => Μάγιστρος Λογοτεχνίας
- master of library science => Μεταπτυχιακό στις Επιστήμες Βιβλιοθηκονομίας και Ενημέρωσης
Definitions and Meaning of mastered in English
mastered (s)
understood perfectly
mastered (imp. & p. p.)
of Master
FAQs About the word mastered
Κατέκτησε
understood perfectlyof Master
ρυθμός,ηττημένος,Αποστολή,πήρα,υπερνικώ,σταμάτησε,υπερβάλαμε,πήρε,κατακτημένος,νίκησε
έπεσε,έχασε (από),απέτυχε,διπλωμένος,παραιτήθηκε,κατέβηκε,απέτυχε,απέτυχε,ξεθωριασμένος,κατέρρευσε
masterdom => κυριαρχία, master-at-arms => Διοικητής όπλων, master sergeant => ανθυπασπιστής, master race => ανώτερη φυλή, master plan => γενικό σχέδιο,