Greek Meaning of knocked off
Καταρρίφθηκε
Other Greek words related to Καταρρίφθηκε
- Έπαψε
- αποκόβω
- κόβω
- τελείωσε
- διακοπεί
- παραιτούμαι
- άφησε
- απενεργοποιώ
- σταμάτησε
- έσπασε
- απολύω
- αριστερά
- γεμάτο (σε συσκευασία)
- Χρεοκοπημενος
- κονσέρβα
- ολοκληρωμένο
- κατέληξε
- καθυστερημένος
- διακοπή
- έπεσε
- τελειωμένος
- Αναστολή
- Χώρισαν
- κλειστό (κάτω)
- αποφασίζω (από)
- παραιτήθηκε
- είχε τελειώσει με
- βάζω τέλος σε
- καταργήθηκε
- έκτρωση
- συλληφθείς
- αποκλεισμένος
- αποκλεισμένο
- ονομαζόμενος
- επιλεγμένο
- φράχθηκε
- κατεδαφισμένο
- κατεστραμμένος
- κρατημένος
- διαλυμένος
- πραγματοποιήθηκε
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- σκότωσα
- εμπόδισαν
- σε παύση
- κατεστραμμένος
- βυθισμένο
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- στελεχωμένος
- καχεκτικός
- καταπιεσμένη
- φρενάρισμα
- σφιγμένο
- απενεργοποιημένο
- ανασταλμένος
- ελεγχόμενος
- σβήνει
- σφραγισμένη
- έμεινε
- γύρισε πίσω
Nearest Words of knocked off
- knocked one's socks off => άφησε άφωνο
- knocked over => χτύπησε
- knocked up => έγκυος
- knocking (about) => το χτύπημα (περίπου)
- knocking back => απορρίπτειν
- knocking dead => φανταστικό
- knocking down => χτυπάω κάτω
- knocking for a loop => σοκάρω
- knocking off => χτυπώντας
- knocking one's socks off => εκπλήσσω, εντυπωσιάζω
Definitions and Meaning of knocked off in English
knocked off
discontinue, stop, to stop doing something, deduct, to do hurriedly or routinely, to make a knockoff of, kill, a copy or imitation of someone or something popular, overcome, defeat, rob, a copy that sells for less than the original
FAQs About the word knocked off
Καταρρίφθηκε
discontinue, stop, to stop doing something, deduct, to do hurriedly or routinely, to make a knockoff of, kill, a copy or imitation of someone or something popul
Έπαψε,αποκόβω,κόβω,τελείωσε,διακοπεί,παραιτούμαι,άφησε,απενεργοποιώ,σταμάτησε,έσπασε
συνέχεια,διατηρήθηκε,συνέχισε,προηγμένος,ακολούθησε (με),προχώρησε,προχωρημένος,έτρεξε σε,ενεργοποιημένος,οδήγησε
knocked for a loop => Έκπληκτος, knocked down => καταρρίφθηκε, knocked dead => έκπληκτος, knocked back => αρνήθηκε, knocked (about) => κουρασμένος,