Greek Meaning of packed (up or in)
γεμάτο (σε συσκευασία)
Other Greek words related to γεμάτο (σε συσκευασία)
- Έπαψε
- αποκόβω
- κόβω
- τελείωσε
- διακοπεί
- παραιτούμαι
- άφησε
- απενεργοποιώ
- σταμάτησε
- απολύω
- αριστερά
- κονσέρβα
- ολοκληρωμένο
- κατέληξε
- καθυστερημένος
- διακοπή
- έπεσε
- τελειωμένος
- Αναστολή
- έσπασε
- Χώρισαν
- κλειστό (κάτω)
- αποφασίζω (από)
- παραιτήθηκε
- είχε τελειώσει με
- Καταρρίφθηκε
- βάζω τέλος σε
- καταργήθηκε
- έκτρωση
- συλληφθείς
- αποκλεισμένος
- αποκλεισμένο
- Χρεοκοπημενος
- ονομαζόμενος
- επιλεγμένο
- φράχθηκε
- κατεδαφισμένο
- κατεστραμμένος
- κρατημένος
- διαλυμένος
- πραγματοποιήθηκε
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- σκότωσα
- εμπόδισαν
- σε παύση
- κατεστραμμένος
- βυθισμένο
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- στελεχωμένος
- καχεκτικός
- καταπιεσμένη
- φρενάρισμα
- σφιγμένο
- απενεργοποιημένο
- ανασταλμένος
- ελεγχόμενος
- σφραγισμένη
- έμεινε
- γύρισε πίσω
Nearest Words of packed (up or in)
- packed (up or off) => γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω)
- packets => πακέτα
- packhorses => υποζύγια
- packing (off) => συσκευασία (εκτός)
- packing (up or in) => συσκευασία
- packing (up or off) => συσκευασία (άνω ή κάτω)
- packs => πακέτα
- packs (up or in) => _(packs (up or in))_ συσκευάζει
- pacts => συμφωνίες
- paddings => γεμίσματα
Definitions and Meaning of packed (up or in) in English
packed (up or in)
No definition found for this word.
FAQs About the word packed (up or in)
γεμάτο (σε συσκευασία)
Έπαψε,αποκόβω,κόβω,τελείωσε,διακοπεί,παραιτούμαι,άφησε,απενεργοποιώ,σταμάτησε,απολύω
συνέχεια,συνέχισε,προηγμένος,διατηρήθηκε,ακολούθησε (με),προχώρησε,προχωρημένος,έτρεξε σε,ενεργοποιημένος,οδήγησε
packed (off) => συσκευασμένο (αποσταλμένο), packages => πακέτα, pack animals => Υποζύγια, pack (up or off) => συσκευάζω (πάνω ή μακριά), pack (up or in) => Κουβάλημα,