Greek Meaning of squelched

υποταγμένος

Other Greek words related to υποταγμένος

Definitions and Meaning of squelched in English

Wordnet

squelched (s)

subdued or overcome

FAQs About the word squelched

υποταγμένος

subdued or overcome

κατέστειλε,ήρεμος,καταπιεσμένη,θρυμματισμένος,κατεστραμμένος,σβησμένος,υπερνικώ,ακυρώθηκε,καταπιεσμένος,σιωπηλός

βοήθησε,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,βοήθησε,προκάλεσε,αναδευμένος,υποστηριζόμενος,υποκινήθηκε,προηγμένος,Καλλιεργούμενος

squelch circuit => Κυκλώμα καταστολής, squelch => πνίγω, squeezing => συμπίεση, squeezer => στίφτης, squeeze play => squeeze play,