Greek Meaning of stifled

πνιγηρός

Other Greek words related to πνιγηρός

Definitions and Meaning of stifled in English

Wordnet

stifled (s)

held in check with difficulty

FAQs About the word stifled

πνιγηρός

held in check with difficulty

κρυμμένος,καταπιεσμένος,σιωπηλός,καταπιεσμένη,παρασκήνια,κρυμμένο,κρυφός,Παρασκήνιο,προσωπικός,περιορισμένος

κοινός,ανοιχτό,διακήρυξε,επαγγελματικός,Δημόσιος,διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,φλεγόμενος,μετάδοση

stifle => πνίγω, stiff-tailed => με άκαμπτη ουρά, stiffness => Ακαμψία, stiff-necked => Ακατάδεκτος, stiffly => άκαμπτα,