Greek Meaning of collusive

συνεργατικός

Other Greek words related to συνεργατικός

Definitions and Meaning of collusive in English

Wordnet

collusive (s)

acting together in secret toward a fraudulent or illegal end

FAQs About the word collusive

συνεργατικός

acting together in secret toward a fraudulent or illegal end

κρυφός,συνωμοσιολογικός,κρυμμένος,κρυφός,Αποκάλυπτο,ταξινομημένος,ντουλάπα,εμπιστευτικός,κρυφός,απόκρυφο

κοινός,ανοιχτό,Δημόσιος,διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,μετάδοση,κοινοτικός,τρέχων,Δηλωθεί

collusion => συνέργεια, collude => συνωμοτώ, collotype printing => Κολοτυπία, collotype => Κολλοτυπία, colloquy => συζήτηση,