Greek Meaning of classified
ταξινομημένος
Other Greek words related to ταξινομημένος
- εμπιστευτικός
- μη δημόσιο
- περιορισμένος
- Άκρως απόρρητο
- Αποκάλυπτο
- Πίσω από τις σκηνές
- κρυφός
- ντουλάπα
- συνεργατικός
- κρυμμένο
- συνωμοσιολογικός
- κρυμμένος
- εσωτερικός
- σιωπηλός
- κρυφά
- μέσα
- προσωπικός
- ιδιωτικό
- τουαλέτα
- μυστικό
- σιωπηλός
- κρυφός
- απροειδοποίητος
- μυστικός
- υπόγειος
- ανείπωτο
- ανείπωτη
- μη διαφημιζόμενο
- Ανεπιφύλακτο
- παρασκήνια
- κρυφός
- κρυφά
- απόκρυφο
- καταπιεσμένος
- σιωπηλός
- κλέβω
- κλεφτό
- ύπουλος
- κρυφό
- πνιγηρός
- καταπιεσμένη
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- Κλειστό
- διαφημισμένο
- αερίστηκε
- ανακοινώθηκε
- φλεγόμενος
- μετάδοση
- τρέχων
- Δηλωθεί
- Αποκαλύφθηκε
- γενικός
- προμηνυόμενος
- δημοφιλής
- επικρατούσας
- διαδεδομένος
- διακήρυξε
- επαγγελματικός
- δημοσιοποιημένο
- δημοσιευμένα
- αναφέρθηκε
- χυδαίος
- γνωστός
- ευρέως διαδεδομένος
- κοινός
- κοινοτικός
- αποκαλυπτόμενη
- εκφωνημένος
- ανοιχτό
- ανακοινώθηκε
- Δημόσιος
- διαδεδομένος
- κοινός
- πρόβαλε
Nearest Words of classified
- classified ad => Ταξινομημένη διαφήμιση
- classified advertisement => Μικρή αγγελία
- classified stock => Ταξινομημένες μετοχές
- classifier => ταξινομητής
- classify => Ταξινομήσω
- classifying => ταξινόμηση
- classifying adjective => Ταξινομητικό επίθετο
- classing => ταξινόμηση
- classis => Κλασσικός
- classless => χωρίς τάξη
Definitions and Meaning of classified in English
classified (n)
a short ad in a newspaper or magazine (usually in small print) and appearing along with other ads of the same type
classified (a)
arranged into classes
official classification of information or documents; withheld from general circulation
classified (imp. & pp.)
of Classify
FAQs About the word classified
ταξινομημένος
a short ad in a newspaper or magazine (usually in small print) and appearing along with other ads of the same type, arranged into classes, official classificati
εμπιστευτικός,μη δημόσιο,περιορισμένος,Άκρως απόρρητο,Αποκάλυπτο,Πίσω από τις σκηνές,κρυφός,ντουλάπα,συνεργατικός,κρυμμένο
διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,φλεγόμενος,μετάδοση,τρέχων,Δηλωθεί,Αποκαλύφθηκε,γενικός,προμηνυόμενος
classificatory => ταξινομικός, classification system => σύστημα ταξινόμησης, classification => ταξινόμηση, classific => ταξινομώ, classifiable => ταξινομήσιμος,