Greek Meaning of classified

ταξινομημένος

Other Greek words related to ταξινομημένος

Definitions and Meaning of classified in English

Wordnet

classified (n)

a short ad in a newspaper or magazine (usually in small print) and appearing along with other ads of the same type

Wordnet

classified (a)

arranged into classes

official classification of information or documents; withheld from general circulation

Webster

classified (imp. & pp.)

of Classify

FAQs About the word classified

ταξινομημένος

a short ad in a newspaper or magazine (usually in small print) and appearing along with other ads of the same type, arranged into classes, official classificati

εμπιστευτικός,μη δημόσιο,περιορισμένος,Άκρως απόρρητο,Αποκάλυπτο,Πίσω από τις σκηνές,κρυφός,ντουλάπα,συνεργατικός,κρυμμένο

διαφημισμένο,αερίστηκε,ανακοινώθηκε,φλεγόμενος,μετάδοση,τρέχων,Δηλωθεί,Αποκαλύφθηκε,γενικός,προμηνυόμενος

classificatory => ταξινομικός, classification system => σύστημα ταξινόμησης, classification => ταξινόμηση, classific => ταξινομώ, classifiable => ταξινομήσιμος,