Greek Meaning of aired

αερίστηκε

Other Greek words related to αερίστηκε

Definitions and Meaning of aired in English

Wordnet

aired (s)

open to or abounding in fresh air

Webster

aired (imp. & p. p.)

of Air

FAQs About the word aired

αερίστηκε

open to or abounding in fresh airof Air

διαφημισμένο,ανακοινώθηκε,μετάδοση,Δηλωθεί,Αποκαλύφθηκε,προμηνυόμενος,αναρτημένος,διακήρυξε,ανακοινώθηκε,δημοσιοποιημένο

ταξινομημένος,εμπιστευτικός,ιδιωτικό,τουαλέτα,μυστικό,Αποκάλυπτο,κρυφός,συνεργατικός,συνωμοσιολογικός,κρυμμένος

aire river => Αέρ, aire => αέρας, air-dry => στεγνώνω στον αέρα, air-drop => ρίψη από αέρος, airdrop => αεροπορική μεταφορά,