Greek Meaning of concealed

κρυμμένο

Other Greek words related to κρυμμένο

Definitions and Meaning of concealed in English

Wordnet

concealed (s)

not accessible to view

Wordnet

concealed (a)

hidden on any grounds for any motive

FAQs About the word concealed

κρυμμένο

not accessible to view, hidden on any grounds for any motive

Ασαφής,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,μεταμφιεσμένος,απόκρυφος,σκιασμένος,καλυμμένος,ασαφής,Μυστικός,συννεφιασμένος

Προσβάσιμο,βέβαιος,σαφής,κατανοητός,διακριτός,εμφανής,Κατανοητός,Αναγνώσιμο,προφανής,απλός

conceal => κρύβω, concavo-convex => κοίλα-κυρτή, concavo-concave => κοίλα-κυρτή, concavity => Κοίλωμα, concaveness => κοίλωμα,