Greek Meaning of self-explanatory

αυτοεξηγούμενο

Other Greek words related to αυτοεξηγούμενο

Definitions and Meaning of self-explanatory in English

Wordnet

self-explanatory (s)

needing no explanation

FAQs About the word self-explanatory

αυτοεξηγούμενο

needing no explanation

φαινομενικός,σαφής,κατανοητός,εμφανής,προφανής,απλός,απλός,απλός,κατανοητός,αισθητός

ανεπαίσθητος,ακατανόητος,δυσανάγνωστο,λεπτός,αβυσσαλέος,ακατανόητος,άγνωστος,ασαφής,ασαφής,συννεφιασμένος

self-explaining => αυτοεξηγούμενo, self-existent => αυτοϋποστατος, self-existence => αυτονομία, self-examining => αυτοεξέταση, self-examination => αυτοεξέταση,