Greek Meaning of self-flagellation

αυτομαστίγωση

Other Greek words related to αυτομαστίγωση

Definitions and Meaning of self-flagellation in English

Wordnet

self-flagellation (n)

self-punishment inflicted by whipping

FAQs About the word self-flagellation

αυτομαστίγωση

self-punishment inflicted by whipping

Αλτρουϊσμός,γενναιοδωρία,μεγαλοψυχία,αυτοκαταστροφή,αυτοθυσία,Αυτοθυσία,Ανεγωισμός,αυτολησμονιά

Αυταρέσκεια,Εγώ,Εγωκεντρικότητα,Εγωισμός,εγωμανία,εγωισμός,Ναρκισσισμός,navel-gazing,αυτοαπορρόφηση,εγωκεντρισμός

self-fertilized => αυτογονιμοποιημένος, self-fertilization => αυτογονιμοποίηση, self-fertilised => αυτογονιμοποιημένος, self-fertilisation => Αυτογονιμοποίηση, self-feeder => αυτόματος ταΐστρας,