Greek Meaning of pridefulness
υπερηφάνεια
Other Greek words related to υπερηφάνεια
Nearest Words of pridefulness
- prideful => υπερήφανος
- pride oneself => Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου
- pride of place => τιμητική θέση
- pride of california => υπερηφάνεια της Καλιφόρνιας
- pride of bolivia => υπερηφάνεια της Βολιβίας
- pride of barbados => η υπερηφάνεια των Μπαρμπέιντος
- pride => υπερηφάνια
- pricy => ακριβό
- prickteaser => ερεθιστικός
- prickly-seeded spinach => Ακανθώδης σπανάκι σπόρων
Definitions and Meaning of pridefulness in English
pridefulness (n)
a feeling of self-respect and personal worth
FAQs About the word pridefulness
υπερηφάνεια
a feeling of self-respect and personal worth
υπερηφάνια,εμπιστοσύνη,αξιοπρέπεια,Εγώ,Αυτοεκτίμηση,Αυτοσεβασμός,Αυτοσεβασμός,ψυχραιμία,διαβεβαίωση,τιμή
δυσφήμηση,περιφρόνηση,ατίμωση,ντροπή,κακή φήμη,Εξευτελισμός,Ταπεινότητα,Ατιμία,ατιμία,σεμνότητα
prideful => υπερήφανος, pride oneself => Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου, pride of place => τιμητική θέση, pride of california => υπερηφάνεια της Καλιφόρνιας, pride of bolivia => υπερηφάνεια της Βολιβίας,