Greek Meaning of meekness
πράοτης
Other Greek words related to πράοτης
- επιθετικότητα
- αλαζονεία
- διεκδικητικότητα
- υπόθεση
- στάση
- τόλμη
- θράσος
- θρασύτητα
- εγωισμός
- Εγωισμός
- εγωισμός
- θρασύτητα
- Αλαζονεία
- ύψος
- οργή
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- υπεροψία
- Υπεροχή
- θράσος
- καύχηση
- θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- αυτοπεποίθηση
- Περιφρόνηση
- θράσος
- Θράσος
- Θράσσος
- νεύρο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- θράσος
- περιφρόνηση
- εγωκεντρισμός
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- αυτοϊκανοποίηση
- αλαζονεία
- θόρυβος
- θρασύτητα
- ματαιοδοξία
- αυτοεπιβεβαίωση
- αλαζονεία
- επίδειξη
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- αυτοέπαινος
- εγωισμός
- Επίδειξη
- θωρακισμός
- Αυτοαξίωση
- ματαιοδοξία
Nearest Words of meekness
Definitions and Meaning of meekness in English
meekness (n)
the feeling of patient, submissive humbleness
a disposition to be patient and long suffering
meekness (n.)
The quality or state of being meek.
FAQs About the word meekness
πράοτης
the feeling of patient, submissive humbleness, a disposition to be patient and long sufferingThe quality or state of being meek.
Σωφροσύνη,Ταπεινότητα,Ταπεινότητα,ταπεινότητα,σεμνότητα,αποδοχή,συμμόρφωση,σεβασμός,ειλικρίνεια ,Ευχέρεια
επιθετικότητα,αλαζονεία,διεκδικητικότητα,υπόθεση,στάση,τόλμη,θράσος,θρασύτητα,εγωισμός,Εγωισμός
meekly => ταπεινά, meeken => ταπεινός, meedfully => προσεκτικά, meedful => προσεκτικός, meed => ανταμοιβή,