Greek Meaning of resignedness
παραίτηση
Other Greek words related to παραίτηση
- αποδοχή
- συμμόρφωση
- σεβασμός
- Ταπεινότητα
- πράοτης
- παθητικότητα
- υποβολή
- υποτακτικότητα
- Σωφροσύνη
- ειλικρίνεια
- Ταπεινότητα
- Ευχέρεια
- ταπεινότητα
- σεμνότητα
- απλότητα
- αφέλεια
- ντροπαλότητα
- δυσπιστία
- αφέλεια
- απλότητα
- ησυχία
- εφεδρεία
- ντροπαlost
- δειλία
- Απλότητα
- Δειλία
- ντροπαλότητα
- μπόχα ποντικού
- επιφύλαξη
- συνταξιοδότηση
- επιθετικότητα
- αλαζονεία
- διεκδικητικότητα
- υπόθεση
- στάση
- τόλμη
- θρασύτητα
- εγωισμός
- Εγωισμός
- εγωισμός
- Αλαζονεία
- ύψος
- οργή
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- υπεροψία
- Υπεροχή
- θρασύτητα
- αλαζονεία
- θράσος
- καύχηση
- θράσος
- θράσος
- θράσος
- Αλαζονεία
- αυτοπεποίθηση
- Περιφρόνηση
- θρασύτητα
- θράσος
- Θράσος
- Θράσσος
- νεύρο
- υπερβολική αυτοπεποίθηση
- θράσος
- περιφρόνηση
- αυτοέπαινος
- εφησυχασμός
- αυτοϊκανοποίηση
- αλαζονεία
- θόρυβος
- ματαιοδοξία
- αυτοεπιβεβαίωση
- ματαιοδοξία
- επίδειξη
- Επίδειξη
- Επίδειξη
- εγωκεντρισμός
- εγωισμός
- Αυτοπεποίθηση
- αυτοπεποίθηση
- εγωισμός
- Επίδειξη
- θωρακισμός
- Αυτοαξίωση
Nearest Words of resignedness
Definitions and Meaning of resignedness in English
resignedness
to give up deliberately, to sign again, to give (oneself) over without resistance, to accept something as inevitable, to sign up again, to yield to without resistance, to give up an office or position, to give up one's office or position, to rehire (someone, such as an athlete) by means of a signed contract, to give up by a formal or official act, to renounce (something, such as a right or position) by a formal act, relegate, consign
FAQs About the word resignedness
παραίτηση
to give up deliberately, to sign again, to give (oneself) over without resistance, to accept something as inevitable, to sign up again, to yield to without resi
αποδοχή,συμμόρφωση,σεβασμός,Ταπεινότητα,πράοτης,παθητικότητα,υποβολή,υποτακτικότητα,Σωφροσύνη,ειλικρίνεια
επιθετικότητα,αλαζονεία,διεκδικητικότητα,υπόθεση,στάση,τόλμη,θρασύτητα,εγωισμός,Εγωισμός,εγωισμός
resign (from) => παραιτώμαι (από), residues => υπολείμματα, residuals => υπολείμματα, residers => κάτοικοι, residents => κάτοικοι,