Greek Meaning of retiringness

συνταξιοδότηση

Other Greek words related to συνταξιοδότηση

Definitions and Meaning of retiringness in English

retiringness

reserved, shy, reserved sense 1, shy

FAQs About the word retiringness

συνταξιοδότηση

reserved, shy, reserved sense 1, shy

αποδοχή,ντροπαλότητα,σεβασμός,δυσπιστία,ησυχία,ντροπαlost,δειλία,υποβολή,Δειλία,ντροπαλότητα

επιθετικότητα,διεκδικητικότητα,στάση,θράσος,τόλμη,θράσος,θράσος,Αλαζονεία,αυτοπεποίθηση,θρασύτητα

retires (from) => συνταξιοδοτείται (από), retire (from) => αποσυρθώ (από), retinues => ακολουθίες, retest => νέα εξέταση, reteaching => Επανάληψη διδασκαλίας,