Greek Meaning of cocksureness

αυτοπεποίθηση

Other Greek words related to αυτοπεποίθηση

Definitions and Meaning of cocksureness in English

Wordnet

cocksureness (n)

total certainty or greater certainty than circumstances warrant

FAQs About the word cocksureness

αυτοπεποίθηση

total certainty or greater certainty than circumstances warrant

διαβεβαίωση,βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,ικανοποίηση,βεβαιότητα,Δογματισμός,θετικότητα,Σιγουριά

αμφιβολία,δισταγμός,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αβεβαιότητα,άγχος,ανησυχία,απιστία,δισταγμός,αβεβαιότητα

cocksure => Σίγουρος για τον εαυτό του, cockspur thorn => Κραταίγος, cockspur hawthorn => Κράταιγος η κοινή, cockspur => δελφίνιο, cockshy => Κοκοροτσιγάρο,