Greek Meaning of assuredness

βεβαιότητα

Other Greek words related to βεβαιότητα

Definitions and Meaning of assuredness in English

Wordnet

assuredness (n)

great coolness and composure under strain

Webster

assuredness (n.)

The state of being assured; certainty; full confidence.

FAQs About the word assuredness

βεβαιότητα

great coolness and composure under strainThe state of being assured; certainty; full confidence.

διαβεβαίωση,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,ικανοποίηση,βεβαιότητα,αυτοπεποίθηση,θετικότητα,Σιγουριά,εγγύηση

αμφιβολία,δισταγμός,αβεβαιότητα,άγχος,ανησυχία,απιστία,δυσπιστία,δισταγμός,αβεβαιότητα,απιστία

assuredly => σίγουρα, assured => σίγουρος, assure => διαβεβαιώ, assurbanipal => Ασσουρμπανιπάλ, assurance => διαβεβαίωση,