Greek Meaning of certainty
βεβαιότητα
Other Greek words related to βεβαιότητα
Nearest Words of certainty
- certes => βέβαια
- certhia => δρυοκολάπτης
- certhia americana => Αμερικανική δρυοκολάπτης
- certhia familiaris => Δεντροτσοπανάκος
- certhiidae => Δενδροτρήχες
- certifiable => πιστοποιήσιμο
- certificate => πιστοποιητικό
- certificate of deposit => Πιστοποιητικό κατάθεσης
- certificate of incorporation => Πιστοποιητικό Σύστασης / Ιδρύσεως
- certificate of indebtedness => πιστοποιητικό οφειλής
Definitions and Meaning of certainty in English
certainty (n)
the state of being certain
something that is certain
certainty (n.)
The quality, state, or condition, of being certain.
A fact or truth unquestionable established.
Clearness; freedom from ambiguity; lucidity.
FAQs About the word certainty
βεβαιότητα
the state of being certain, something that is certainThe quality, state, or condition, of being certain., A fact or truth unquestionable established., Clearness
διαβεβαίωση,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,ικανοποίηση,βεβαιότητα,βεβαιότητα,θετικότητα,Σιγουριά,εγγύηση,αυταρχισμός
αμφιβολία,δισταγμός,αβεβαιότητα,άγχος,ανησυχία,απιστία,δισταγμός,αβεβαιότητα,απιστία,αναποφασιστικότητα
certainties => βεβαιότητες, certainness => βεβαιότητα, certainly => σίγουρα, certain => βέβαιος, cert => πιστοποιητικό,