Greek Meaning of incertitude
αβεβαιότητα
Other Greek words related to αβεβαιότητα
Nearest Words of incertitude
- incertainty => αβεβαιότητα
- incertain => αβέβαιος
- incerative => υποκινητικός
- inceration => Καύση
- inceptor => ιθύνων νους
- inceptive => Αρχικός
- inception => έναρξη
- incentively => Με κίνητρα
- incentive stock option => Εξωτερικό κίνητρο απόδοσης κι επιλογές εξάσκησης μετοχών
- incentive scheme => πρόγραμμα κινήτρων
Definitions and Meaning of incertitude in English
incertitude (n)
the state of being unsure of something
incertitude (n.)
Uncertainty; doubtfulness; doubt.
FAQs About the word incertitude
αβεβαιότητα
the state of being unsure of somethingUncertainty; doubtfulness; doubt.
αμφιβολία,Σκεπτικισμός,υποψία,αβεβαιότητα,ανησυχία,απιστία,δυσπιστία,Απιστία,αμφιβολία,δυσπιστία
διαβεβαίωση,πίστη,βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,εγγύηση,εμπιστοσύνη,πίστη,Σιγουριά
incertainty => αβεβαιότητα, incertain => αβέβαιος, incerative => υποκινητικός, inceration => Καύση, inceptor => ιθύνων νους,