Greek Meaning of incessant
αδιάκοπος
Other Greek words related to αδιάκοπος
- συνεχής
- συνέχεια
- συνεχόμενος
- συνεχής
- ασταμάτητος
- αδιάκοπος
- σταθερά
- αιώνιος
- επίμονος
- τρέξιμο
- άφθαρτος
- αδιάκοπος
- αδιάκοπος
- unremitting **ακατάπαυστος
- αμετάβλητος
- Αθάνατος
- ανθεκτικός
- ατελείωτος
- ανθεκτικός
- αιώνιος
- αιώνιος
- αθάνατος
- ατελείωτος
- διαρκής
- μόνιμο
- σταθερός
- αμετάβλητος
- αθάνατος
- ατέλειωτος
- αμετάβλητος
Nearest Words of incessant
Definitions and Meaning of incessant in English
incessant (s)
uninterrupted in time and indefinitely long continuing
incessant (a.)
Continuing or following without interruption; unceasing; unitermitted; uninterrupted; continual; as, incessant clamors; incessant pain, etc.
FAQs About the word incessant
αδιάκοπος
uninterrupted in time and indefinitely long continuingContinuing or following without interruption; unceasing; unitermitted; uninterrupted; continual; as, inces
συνεχής,συνέχεια,συνεχόμενος,συνεχής,ασταμάτητος,αδιάκοπος,σταθερά,αιώνιος,επίμονος,τρέξιμο
διακοπτόμενος,διαλείπουσα,περιοδικός,επαναλαμβανόμενο,εποχιακός,εναλλασσόμενος,κυκλικός,κυκλικός,Μη συνεχής,περιστασιακός
incessancy => αδιάκοπη, incessable => αδιάκοπος, incertum => αβέβαιο, incertitude => αβεβαιότητα, incertainty => αβεβαιότητα,