Greek Meaning of periodic
περιοδικός
Other Greek words related to περιοδικός
Nearest Words of periodic
- periodic acid => περιοδικό οξύ
- periodic apnea of the newborn => Περιοδική άπνοια νεογνού
- periodic breathing => Περιοδική αναπνοή
- periodic edema => Περιοδικό οίδημα
- periodic event => Περιοδικό γεγονός
- periodic law => Περιοδικός Πίνακας
- periodic motion => Περιοδική κίνηση
- periodic movement => Περιοδική κίνηση
- periodic sentence => Περιοδικός εγκλεισμός
- periodic table => Περιοδικός πίνακας
Definitions and Meaning of periodic in English
periodic (a)
happening or recurring at regular intervals
periodic (s)
recurring or reappearing from time to time
periodic (a.)
Pertaining to, derived from, or designating, the highest oxygen acid (HIO/) of iodine.
Alt. of Periodical
FAQs About the word periodic
περιοδικός
happening or recurring at regular intervals, recurring or reappearing from time to timePertaining to, derived from, or designating, the highest oxygen acid (HIO
σταθερά,συχνός,περιοδικό,τακτικός,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός,συνεχής,συνήθης,διαλείπουσα,επαναλαμβανόμενο
σπάνιος,ακανόνιστος,περιστασιακός,επεισοδιακό,ασταθής,απροσδόκητος,ασυνήθιστο,Επεισοδιακός
periodate => υπεριωδικό, period piece => ιστορική ταινία, period of time => Περίοδος χρόνου, period of play => περίοδος παιχνιδιού, period => περίοδος,