Greek Meaning of continual

συνεχής

Other Greek words related to συνεχής

Definitions and Meaning of continual in English

Wordnet

continual (a)

recurring regularly or frequently in a prolonged and closely spaced series

Wordnet

continual (s)

having no interruptions

FAQs About the word continual

συνεχής

recurring regularly or frequently in a prolonged and closely spaced series, having no interruptions

συνέχεια,συνεχόμενος,συνεχής,αδιάκοπος,ασταμάτητος,αδιάκοπος,σταθερά,αιώνιος,επίμονος,τρέξιμο

διακοπτόμενος,διαλείπουσα,περιοδικός,περιοδικό,επαναλαμβανόμενο,εποχιακός,εναλλασσόμενος,κυκλικός,κυκλικός,Μη συνεχής

contingent upon => εξαρτώμενο από, contingent probability => Υποθετική πιθανότητα, contingent on => εναπόκειται, contingent => εξαρτώμενος, contingency procedure => Διαδικασία έκτακτης ανάγκης,