Greek Meaning of contingent
εξαρτώμενος
Other Greek words related to εξαρτώμενος
- σταθερά
- συνεχής
- καθιερωμένος
- σταθερός
- μεθοδικός
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- τακτικός
- σταθερός
- σταθερός
- συστηματικός
- διατεταγμένος
- ενήμερος
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- ακόμα
- μεθοδικός
- μη τυχαίο
- προγραμματισμένη
- σετ
- συστηματοποιημένο
- διαχειρίζεται
- ορχηστρωμένος
- παραγγελθέντα
- σκόπιμος
- στοχαστικός
- εσκεμμένος
- εκούσιος
Nearest Words of contingent
- contingency procedure => Διαδικασία έκτακτης ανάγκης
- contingency fee => Τέλη αποζημίωσης
- contingency => ενδεχόμενο
- contingence => απρόοπτο
- continent-wide => πανηπειρωτικός
- continental system => Ηπειρωτικό σύστημα
- continental slope => Ηπειρωτικός βυθός
- continental shelf => υφαλοκρηπίδα
- continental quilt => Ηπειρωτικό κάλυμμα
- continental pronunciation => Ηπειρωτική προφορά
Definitions and Meaning of contingent in English
contingent (n)
a gathering of persons representative of some larger group
a temporary military unit
contingent (s)
possible but not certain to occur
being determined by conditions or circumstances that follow
uncertain because of uncontrollable circumstances
FAQs About the word contingent
εξαρτώμενος
a gathering of persons representative of some larger group, a temporary military unit, possible but not certain to occur, being determined by conditions or circ
αντιπροσωπεία,delegacy,Διμοιρία,ομάδα,Συγκρότημα,εταιρεία,Πλήρωμα,Απόσπαση,πρεσβεία,συμμορία
σταθερά,συνεχής,καθιερωμένος,σταθερός,μεθοδικός,οργανωμένος,οργανωμένος,τακτικός,σταθερός,σταθερός
contingency procedure => Διαδικασία έκτακτης ανάγκης, contingency fee => Τέλη αποζημίωσης, contingency => ενδεχόμενο, contingence => απρόοπτο, continent-wide => πανηπειρωτικός,