Greek Meaning of wilful
εσκεμμένος
Other Greek words related to εσκεμμένος
- αυθάδης
- προκλητικός
- ανυπάκουος
- σκανταλιάρης
- επαναστατημένος
- πεισματάρης
- αμετάπειστος
- κακός
- δύστροπος
- αντίθετος
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- ασύμβατος
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- άτακτος
- πεισματάρης
- Θορυβώδης
- επαναστάτης
- ανυπότακτος
- αρνητής
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- μη συνεργάσιμος
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- Άγρια
- αδαμάντινος
- Αγενής
- ακατάστατη
- αγενής
- διαφωνούντας
- επίμονος
- περιπλανώμενος
- ευέξαπτος
- πεισματάρης
- Αμαθής
- ακίνητος
- αναιδής
- αμείλικτος
- αγενής
- Θρασύς
- αναίσθητος
- άκαμπτος
- θρασύς
- αντάρτης
- Κακός
- πεισματάρης
- στασιαστικός
- nonkonformistas
- πεισματάρης
- Γνώμη
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- Επίμονος
- διεστραμμένος
- πεισματάρης
- ανθεκτικό
- άκαμπτος
- Αγενής
- αυθάδης
- άκαμπτος
- άξεστος
- αδιάλλακτος
- ανεξέλεγκτο
- αγενής
- αδιάθετος
- αγενής
- αδιαχειρίστη
- αγενής
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
- αρνητικός
- μη συνεργάσιμη
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- συνεταιρισμός
- σεβαστικός
- με αυτοπειθαρχία
- υπάκουος
- υπάκουος
- υποτακτικός
- χειραγωγίσιμος
- συμπεριφέρεται
- υπάκουος
- ευγενικός
- προθυμος
- υποτακτικός
- οργανωμένος
- ευγενικός
- κατάλληλος
- σεβαστός
- υπάκουος
- δουλοπρεπής
- δουλοπρεπής
- υποταγμένος
- Ευγενής
- υποχωρητικός
- ελεγχόμενο
- ευπρεπής
- διαχειρίσιμος
- ευγενικός
- εκπαιδεύσιμος
- υποκλίνεστε
Nearest Words of wilful
- wilfully => εκούσια
- wilfulness => αυθαιρεσία
- wilhelm apollinaris de kostrowitzki => Γκιγιώμ Απολλιναίρ ντε Κοστροβίτσκι
- wilhelm eduard weber => Βίλχελμ Έντουαρντ Βέμπερ
- wilhelm grimm => Βίλχελμ Γκριμ
- wilhelm ii => Γουλιέλμος Β΄
- wilhelm karl grimm => Βίλχελμ Καρλ Γκριμ
- wilhelm konrad roentgen => Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν
- wilhelm konrad rontgen => Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν
- wilhelm ostwald => Βίλχεμ Όστβαλντ
Definitions and Meaning of wilful in English
wilful (s)
done by design
habitually disposed to disobedience and opposition
wilful (n.)
Alt. of Wilfulness
FAQs About the word wilful
εσκεμμένος
done by design, habitually disposed to disobedience and oppositionAlt. of Wilfulness
αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,σκανταλιάρης,επαναστατημένος,πεισματάρης,αμετάπειστος,κακός,δύστροπος,αντίθετος
συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,σεβαστικός,με αυτοπειθαρχία ,υπάκουος
wilfley table => Τραπέζι Wilfley, wiley post => Wiley Post, wileful => εκούσιος, wile => δόλος, wildwood => άγρια φύση,