Greek Meaning of wildlife
άγρια ζωή
Other Greek words related to άγρια ζωή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of wildlife
- wildish => λίγο άγριος
- wilding => άγριος
- wildgrave => Γουάιλντγκρεϊβ
- wild-goose chase => κυνήγι άγριων χηνών
- wildfowl => πτηνά νερού, υδρόβια πτηνά
- wildflower => αγριολούλουδο
- wildfire => Δασική πυρκαγιά
- wild-eyed => με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους
- wilderness campaign => Εκστρατεία ερημιάς
- wilderness => έρημος
Definitions and Meaning of wildlife in English
wildlife (n)
all living things (except people) that are undomesticated
FAQs About the word wildlife
άγρια ζωή
all living things (except people) that are undomesticated
No synonyms found.
No antonyms found.
wildish => λίγο άγριος, wilding => άγριος, wildgrave => Γουάιλντγκρεϊβ, wild-goose chase => κυνήγι άγριων χηνών, wildfowl => πτηνά νερού, υδρόβια πτηνά,