FAQs About the word wild-eyed

με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους

appearing extremely agitated, not sensible about practical matters; idealistic and unrealistic

No synonyms found.

No antonyms found.

wilderness campaign => Εκστρατεία ερημιάς, wilderness => έρημος, wilderment => σύγχυση, wildering => συγκεχυμένος, wildered => αποσβολωμένος,