Greek Meaning of wildgrave
Γουάιλντγκρεϊβ
Other Greek words related to Γουάιλντγκρεϊβ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of wildgrave
- wild-goose chase => κυνήγι άγριων χηνών
- wildfowl => πτηνά νερού, υδρόβια πτηνά
- wildflower => αγριολούλουδο
- wildfire => Δασική πυρκαγιά
- wild-eyed => με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους
- wilderness campaign => Εκστρατεία ερημιάς
- wilderness => έρημος
- wilderment => σύγχυση
- wildering => συγκεχυμένος
- wildered => αποσβολωμένος
Definitions and Meaning of wildgrave in English
wildgrave (n.)
A waldgrave, or head forest keeper. See Waldgrave.
FAQs About the word wildgrave
Γουάιλντγκρεϊβ
A waldgrave, or head forest keeper. See Waldgrave.
No synonyms found.
No antonyms found.
wild-goose chase => κυνήγι άγριων χηνών, wildfowl => πτηνά νερού, υδρόβια πτηνά, wildflower => αγριολούλουδο, wildfire => Δασική πυρκαγιά, wild-eyed => με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους,