FAQs About the word wildgrave

Γουάιλντγκρεϊβ

A waldgrave, or head forest keeper. See Waldgrave.

No synonyms found.

No antonyms found.

wild-goose chase => κυνήγι άγριων χηνών, wildfowl => πτηνά νερού, υδρόβια πτηνά, wildflower => αγριολούλουδο, wildfire => Δασική πυρκαγιά, wild-eyed => με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους,