Greek Meaning of wile
δόλος
Other Greek words related to δόλος
- συσκευή
- τέχνασμα
- σχέδιο
- τέχνασμα
- μπλόφα
- πονηρός
- εξαπάτηση
- αποφεύγω
- φέρε
- απάτη
- γκάμπιτ
- κόλπο
- μοτίβο
- ζογκλάρω
- ικανότητα
- παίξε
- τέχνασμα
- επιδεξιότητα
- Επιδεξιότητα χεριών
- τέχνασμα
- τέχνασμα
- τυφλός
- εξαπάτηση
- δολιότητα
- απάτη
- χειροτεχνία
- απάτη
- Διπλότητα
- τερματισμός
- πλαστό
- φιντα
- απάτη
- μπροστά
- γκάφα
- φάρσα
- ζογκλερικά
- Δεξιοτεχνία
- απάτη
- παπαριές
- Πονηριά
- ραδιουργίες, παρασκήνια
- Καπνογόνο
- απάτη
- δόλος
- απάτη
Nearest Words of wile
- wileful => εκούσιος
- wiley post => Wiley Post
- wilfley table => Τραπέζι Wilfley
- wilful => εσκεμμένος
- wilfully => εκούσια
- wilfulness => αυθαιρεσία
- wilhelm apollinaris de kostrowitzki => Γκιγιώμ Απολλιναίρ ντε Κοστροβίτσκι
- wilhelm eduard weber => Βίλχελμ Έντουαρντ Βέμπερ
- wilhelm grimm => Βίλχελμ Γκριμ
- wilhelm ii => Γουλιέλμος Β΄
Definitions and Meaning of wile in English
wile (n)
the use of tricks to deceive someone (usually to extract money from them)
wile (n.)
A trick or stratagem practiced for insnaring or deception; a sly, insidious; artifice; a beguilement; an allurement.
wile (v. t.)
To practice artifice upon; to deceive; to beguile; to allure.
To draw or turn away, as by diversion; to while or while away; to cause to pass pleasantly.
FAQs About the word wile
δόλος
the use of tricks to deceive someone (usually to extract money from them)A trick or stratagem practiced for insnaring or deception; a sly, insidious; artifice;
συσκευή,τέχνασμα,σχέδιο,τέχνασμα,μπλόφα,πονηρός,εξαπάτηση,αποφεύγω,φέρε,απάτη
αφέλεια,ειλικρίνεια,Ευχέρεια,ειλικρίνεια,αφέλεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ανοιχτότητα,απλότητα
wildwood => άγρια φύση, wildness => αγριότητα, wildly => άγρια, wildlife => άγρια ζωή, wildish => λίγο άγριος,