Greek Meaning of openness
ανοιχτότητα
Other Greek words related to ανοιχτότητα
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- Ειλικρίνεια
- σοβαρότητα
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- απλότητα
- παχουλότητα
- Απλότητα
- ευθύτητα
- ακύρωση κράτησης
- αφέλεια
- επικοινωνιακότητα
- ελευθερία
- γνησιότητα
- άδεια
- αφέλεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Νηφαλιότητα
- απερισκεψία
- ειλικρίνεια
- Έλλειψη συγκράτησης
- απλοϊκότητα
Nearest Words of openness
- open-mouthed => με ανοιχτό το στόμα
- openmouthed => με το στόμα ανοιχτό
- open-minded => ανοιχτόμυαλος
- openly => ανοικτά
- opening night => Πρεμιέρα
- opening move => Η αρχική κίνηση
- opening line => Πρώτη σειρά
- opening => άνοιγμα
- open-hearth steel => χάλυβας με ανοιχτή εστία
- open-hearth process => Διαδικασία ανοικτής εστίας
Definitions and Meaning of openness in English
openness (n)
without obstructions to passage or view
characterized by an attitude of ready accessibility (especially about one's actions or purposes); without concealment; not secretive
willingness or readiness to receive (especially impressions or ideas)
openness (n.)
The quality or state of being open.
FAQs About the word openness
ανοιχτότητα
without obstructions to passage or view, characterized by an attitude of ready accessibility (especially about one's actions or purposes); without concealment;
ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,σοβαρότητα,ειλικρίνεια
προσποιούμενος,εξαπάτηση,αποφυγή,έμμεσότητα,Αναστολή,συγκράτηση,εχεμύθεια,μυστικότητα,Διπλωματία,εφεδρεία
open-mouthed => με ανοιχτό το στόμα, openmouthed => με το στόμα ανοιχτό, open-minded => ανοιχτόμυαλος, openly => ανοικτά, opening night => Πρεμιέρα,